νούθος

νούθος
νοῡθος και νουθός, ὁ (Α)
ισχυρό χτύπημα τού ποδιού («νοῡθος δὲ ποδῶν ὑπόδουπος ὀρώρει», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ., κατά μία άποψη, συνδέεται με τη γλώσσα που παραδίδει ο Ησύχιος νυθόν
ἄφωνον, σκοτεινόν, νυθῶδες
σκοτεινῶδες και ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *sneudh- «ομίχλη, σκοτεινός» (πρβλ. λατ. nubes «σύννεφο», γαλατ. nudd)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • νοῦθος — tramp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”